σερβιρισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
σερβιρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σερβιρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σερβιρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σερβιρισμένος