ψαρο-
(Ανακατεύθυνση από ψαρ-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
ψαρο- ή ψαρό- και ψαρ- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι
Συνώνυμα
επεξεργασία- ιχθυο- (λόγιο)