-άρι
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -άρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -άριν < ελληνιστική κοινή -άριον < αρχαία ελληνική -άριον (επίθημα υποκοριστικών) < -ιον από λέξεις με θέμα σε -αρ- όπως ἐσχάρα (τζάκι) + -ιον > ἐσχάριον (φουφού) λ.χ.: ζεῦγος > ζευγάριον, πλοῖον < πλοιάριον, τα λατινικά -ārium και -ārius καίτοι δεν ήσαν επιθήματα υποκοριστικών ταυτίσθηκαν λόγω ομοιότητος με το -άριον κατά την ελληνιστική κοινή περίοδο, φερειπείν: δηνάριον < dēnāri(us), κελλάριον < cellārium[1]
Επίθημα
επεξεργασία-άρι
- παράγει ουδέτερα ουσιαστικά από αριθηματικά που δηλώνουν:
- αξία, ποσότητα, βαθμό αξιολόγησης ή επίδοσης, αριθμό παιγνιοχάρτου/παίκτη αθλητικής ομάδας
- (ειδικότερα, με αιτιατική) δέσμη, σύνολο ομοίων πραγμάτων
- ⮡ εκατοστ(ός) + -άρι > εκατοστάρι «εκατοστάρι επιστολές»
- ⮡ δέκ(α) + -άρι > δεκάρι «δεκάρι σβήστρες»
- (για διαμέρισμα) τον αριθμό χώρων που έχει βάσει της πρωτότυπης λέξης
- παράγει ουδέτερα ουσιαστικά από ουσιαστικά που δηλώνουν:
- υποκοριστική σημασία
- ⮡ βλαστ(ός) + -άρι > βλαστάρι (νεαρός βλαστός)
- ⮡ δόκος + -άρι > δοκάρι (μικρός δόκος)
- ⮡ πετεινός + -άρι > πετεινάρι (μικρός πετεινός)
- Σημείωση: συχνά η υποκοριστική σημασία δεν υπάρχει πλέον στη νεοελληνική
- ⮡ θρεπτ(ός) + -άριον > θρεπτάριον > θρεφτάρι
- ⮡ ζύμ(η) + -άριον > ζυμάριον > ζυμάρι
- ⮡ σῖτος + -άριον > σιτάριον > σιτάρι
- όργανο, μέσο π.χ. βιβλίο
- ⮡ κρεμαστ(ός) + -άρι > κρεμαστάρι
- ⮡ αγιάσματ(ος) + -άρι > αγιασματάρι
- ⮡ λύσ(η) + -άρι > λυσάρι
- πλησμονή του πρωτότυπου
- υποκοριστική σημασία
- παράγει ουδέτερα ουσιαστικά από ρήματα που δηλώνουν:
- το αποτέλεσμα του ρήματος
- ⮡ απογενν(ώ) + -άρι > απογεννάρι
- ⮡ απομείν(ω) + -άρι > απομεινάρι
- όργανο, μέσο
- πλησμονή του πρωτότυπου
- το αποτέλεσμα του ρήματος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -άρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -άρι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- -άρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)