θρεπτάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θρεπτάριον | τὰ | θρεπτάριᾰ |
γενική | τοῦ | θρεπταρίου | τῶν | θρεπταρίων |
δοτική | τῷ | θρεπταρίῳ | τοῖς | θρεπταρίοις |
αιτιατική | τὸ | θρεπτάριον | τὰ | θρεπτάριᾰ |
κλητική ὦ! | θρεπτάριον | θρεπτάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρεπταρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρεπταρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρεπτάριον < αρχαία ελληνική τρέφω + -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρεπτάριον ουδέτερο
- ((ελληνιστική κοινή)) υποκοριστικό του θρέμμα