θρεμμάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θρεμμάτιον | τὰ | θρεμμάτιᾰ |
γενική | τοῦ | θρεμματίου | τῶν | θρεμματίων |
δοτική | τῷ | θρεμματίῳ | τοῖς | θρεμματίοις |
αιτιατική | τὸ | θρεμμάτιον | τὰ | θρεμμάτιᾰ |
κλητική ὦ! | θρεμμάτιον | θρεμμάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρεμματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρεμματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθρεμμάτιον ουδέτερο