θρέμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θρέμμα | τα | θρέμματα |
γενική | του | θρέμματος | των | θρεμμάτων |
αιτιατική | το | θρέμμα | τα | θρέμματα |
κλητική | θρέμμα | θρέμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρέμμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θρέμμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρέμ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρέμμα ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θρέμμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θρέμμᾰ | τὰ | θρέμμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | θρέμμᾰτος | τῶν | θρεμμᾰ́των |
δοτική | τῷ | θρέμμᾰτῐ | τοῖς | θρέμμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | θρέμμᾰ | τὰ | θρέμμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | θρέμμᾰ | θρέμμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρέμμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρεμμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαθρέμμα < *θρέφ- (θέμα τρεφ- του τρέφω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρέμμα ουδέτερο
- ό,τι έθρεψε ή θρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα
- πλάσμα
- οικογενειακός δούλος
- (προσφώνηση, μειωτικό) για ανθρώπους ή άλλες υπάρξεις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τρέφω
Πηγές
επεξεργασία- θρέμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρέμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.