Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οινοθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Αναφορές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οινοθήκ
η
οι
οινοθήκ
ες
γενική
της
οινοθήκ
ης
των
οινοθηκ
ών
αιτιατική
την
οινοθήκ
η
τις
οινοθήκ
ες
κλητική
οινοθήκ
η
οινοθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οινοθήκη
<
οινο-
+
-θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οινοθήκη
θηλυκό
κελλάρι
, υπόγειο όπου φυλάσσεται το
κρασί
[
1
]
,
κάβα
※
Ιδού, ώ εντιμότατοι Κύριοι, ιδού η
οινοθήκη
μου, και η
οινοθήκη
του υιού μου, εις την οποίαν ερχόμεθα καθ' εκάστην ημέραν να χορτάσωμεν την δίψαν, με όλα μας τα
θρέμματα
(Βίος του Μπερτολδίνου υιού του πανούργου Μπερτόλδου, Βενετία, 1855
[2]
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οινοθήκη
αγγλικά
:
vaultage
(en)
Αναφορές
επεξεργασία
↑
Γεώργιος Πολυμέρης, Λεξικόν Αγγλοελληνικόν, 1854, σελ. 635
[1]