κελλάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κελλάρι | τα | κελλάρια |
γενική | του | κελλαριού | των | κελλαριών |
αιτιατική | το | κελλάρι | τα | κελλάρια |
κλητική | κελλάρι | κελλάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κελλάρι < μεσαιωνική ελληνική κελλάριν < (ελληνιστική κοινή) κελλάριον < υστερολατινική cellarium < λατινική cella
Ουσιαστικό
επεξεργασίακελλάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κελλάρι
|