κάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάβα | οι | κάβες |
γενική | της | κάβας | — | |
αιτιατική | την | κάβα | τις | κάβες |
κλητική | κάβα | κάβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακάβα θηλυκό
- μέρος κατάλληλο για την αποθήκευση οινοπνευματωδών ποτών
- κατάστημα που πουλάει οινοπνευματώδη ποτά και μερικές φορές άλλα είδη όπως ξηρούς καρπούς κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) το στοκ από οινοπνευματώδη ποτά που έχει κάποιος στην κατοχή του
- (στα χαρτοπαίγνια) τα χρήματα που καταθέτει κάποιος χαρτοπαίχτης στην αρχή της χαρτοπαιξίας, ανταλλάσσοντάς τα με μάρκες
- (στα χαρτοπαίγνια) αυτός που μοιράζει την τράπουλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατάστημα
|