cavum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcavum ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cavum | cava |
γενική | cavī | cavōrum |
δοτική | cavō | cavīs |
αιτιατική | cavum | cava |
κλητική | cavum | cava |
αφαιρετική | cavō | cavīs |