Ετυμολογία

επεξεργασία
cavus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱówHwos (“κοιλότητα”) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁-

  Επίθετο

επεξεργασία

cavus, -a, -um

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική cavus cava cavum cavī cavae cava
γενική cavī cavae cavī cavōrum cavārum cavōrum
δοτική cavō cavae cavō cavīs cavīs cavīs
αιτιατική cavum cavam cavum cavōs cavās cava
κλητική cave cava cavum cavī cavae cava
αφαιρετική cavō cavā cavō cavīs cavīs cavīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cavus αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cavus cavī
γενική cavī cavōrum
δοτική cavō cavīs
αιτιατική cavum cavōs
κλητική cave cavī
αφαιρετική cavō cavīs
(β' κλίση)