cavus
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cavus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱówHwos (“κοιλότητα”) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁-
Επίθετο
επεξεργασία
cavus, -a, -um
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | cavus | cava | cavum | cavī | cavae | cava |
γενική | cavī | cavae | cavī | cavōrum | cavārum | cavōrum |
δοτική | cavō | cavae | cavō | cavīs | cavīs | cavīs |
αιτιατική | cavum | cavam | cavum | cavōs | cavās | cava |
κλητική | cave | cava | cavum | cavī | cavae | cava |
αφαιρετική | cavō | cavā | cavō | cavīs | cavīs | cavīs |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- cavus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.