cave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cave | caves |
cave (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caves |
αόριστος | caved |
παθητική μετοχή | caved |
ενεργητική μετοχή | caving |
cave (en)
- υποχωρώ, παραδίδομαι
- υποχωρώ, καταρρέω
- σκάβω και δημιουργώ μια κοιλότητα
- εξερευνώ σπήλαια για αναψυχή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cave | caves |
cave (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cavo | cavi |
θηλυκό | cava | cave |
cave (it)