κατώι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατώι | τα | κατώια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατώι | τα | κατώια |
κλητική | κατώι | κατώια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατώι < μεσαιωνική ελληνική κατώγι(ν) < κατώγαιον < (ελληνιστική κοινή) κατώγαιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατώι ουδέτερο
- το κάτω μέρος ενός σπιτιού (ισόγειο ή ημιυπόγειο)