ανώι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανώι | τα | ανώια |
γενική | του | ανωιού | των | ανωιών |
αιτιατική | το | ανώι | τα | ανώια |
κλητική | ανώι | ανώια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανώι < μεσαιωνική ελληνική ανώγι(ν) < (ελληνιστική κοινή) ἀνώγειον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανώι ουδέτερο