σπηλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπηλιά | οι | σπηλιές |
γενική | της | σπηλιάς | των | σπηλιών |
αιτιατική | τη | σπηλιά | τις | σπηλιές |
κλητική | σπηλιά | σπηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπηλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπήλ(αιον) += -ιά[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπη‐λιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπηλιά θηλυκό
- μεγάλη κοιλότητα στο εσωτερικό βράχου που δημιουργήθηκε πιθανόν από διάβρωση ή άλλη φυσική αιτία ή από τον άνθρωπο και έχει έξοδο στην επιφάνεια της γης
- ※ η σταγονορροή κατά μήκος των ρηξιγενών ζωνών ήταν άμεση μέσα στη σπηλιά, όπως διαπιστώθηκε από επιτόπια παρατήρηση (Αδαμάντιος Α. Σαμψών, Η νεολιθική περίοδος στα Δωδεκάνησα, Εκδόσεις του ταμείου αρχαιολογικών χώρων και απαλλοτριώσεων, 1987, σελ. 175)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σπηλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας