πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπηλιά οι σπηλιές
      γενική της σπηλιάς των σπηλιών
    αιτιατική τη σπηλιά τις σπηλιές
     κλητική σπηλιά σπηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Θαλάσσια σπηλιά
Στο εσωτερικό μιας σπηλιάς.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπηλιά θηλυκό

  • μεγάλη κοιλότητα στο εσωτερικό βράχου που δημιουργήθηκε πιθανόν από διάβρωση ή άλλη φυσική αιτία ή από τον άνθρωπο και έχει έξοδο στην επιφάνεια της γης
      η σταγονορροή κατά μήκος των ρηξιγενών ζωνών ήταν άμεση μέσα στη σπηλιά, όπως διαπιστώθηκε από επιτόπια παρατήρηση (Αδαμάντιος Α. Σαμψών, Η νεολιθική περίοδος στα Δωδεκάνησα, Εκδόσεις του ταμείου αρχαιολογικών χώρων και απαλλοτριώσεων, 1987, σελ. 175)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία