σπηλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπηλιά | οι | σπηλιές |
γενική | της | σπηλιάς | των | σπηλιών |
αιτιατική | τη | σπηλιά | τις | σπηλιές |
κλητική | σπηλιά | σπηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπηλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπήλ(αιον) += -ιά[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπη‐λιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπηλιά θηλυκό
- μεγάλη κοιλότητα στο εσωτερικό βράχου που δημιουργήθηκε πιθανόν από διάβρωση ή άλλη φυσική αιτία ή από τον άνθρωπο και έχει έξοδο στην επιφάνεια της γης
- η σπηλιά του Νταβέλη
επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγάλη κοιλότητα
επεξεργασία
- ↑ σπηλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.