σπηλιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπηλιά | οι | σπηλιές |
γενική | της | σπηλιάς | των | σπηλιών |
αιτιατική | τη | σπηλιά | τις | σπηλιές |
κλητική | σπηλιά | σπηλιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σπηλιά < αρχαία ελληνική σπήλαιον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σπηλιά θηλυκό
- μεγάλη κοιλότητα στο εσωτερικό βράχου που δημιουργήθηκε πιθανόν από διάβρωση ή άλλη φυσική αιτία ή από τον άνθρωπο και έχει έξοδο στην επιφάνεια της γης
- η σπηλιά του Νταβέλη