οικογενειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικογενειακός < οικογένει(α) + -ακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.aˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.aˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.aˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαοικογενειακός -ή -ό
- που αναφέρεται στην οικογένεια ή στους δεσμούς που ενώνουν τα μέλη της ή ανήκει σε αυτήν
- που προορίζεται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας οικογένειας
- οικογενειακό αυτοκίνητο