Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικογενειακά < οικογενειακός

  Επίρρημα επεξεργασία

οικογενειακά

→ δείτε τη λέξη  οικογενειακώς

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

οικογενειακά