ενικός         πληθυντικός  
family families

  Ετυμολογία

επεξεργασία
family < λατινική familia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

family (en)

  1. η οικογένεια, σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό
    ⮡  He works to support his family.
    Δουλεύει για να συντηρήσει την οικογένειά του.
    ⮡  He’s a member of the family now.
    Είναι μέλος της οικογένειας τώρα.
    ⮡  On Sundays we eat as a family.
    Τις Κυριακές τρώμε οικογενειακώς.
  2. η οικογένεια, σύνολο ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με ποικίλους δεσμούς αίματος ή και αγχιστείας
    ⮡  The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
    Στο γλέντι για τα βαφτίσια του μωρού μαζεύτηκε όλη η οικογένεια.