γέννημα θρέμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝenima ˈθɾema/
Έκφραση επεξεργασία
γέννημα θρέμμα
- που έχει γεννηθεί και ανατραφεί αλλά και διαμορφωθεί στη μορφή, το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά κ.λπ. κάπου ή από κάποιον
Μεταφράσεις επεξεργασία
γέννημα θρέμμα
|
Πηγές επεξεργασία
- γέννημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γέννημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)