κεφαλάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεφαλάρι | τα | κεφαλάρια |
γενική | του | κεφαλαριού | των | κεφαλαριών |
αιτιατική | το | κεφαλάρι | τα | κεφαλάρια |
κλητική | κεφαλάρι | κεφαλάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.faˈla.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλάρι ουδέτερο
- πηγή νερού με άφθονο νερό
- το πάνω μέρος του κρεβατιού
- (τυπογραφία, βιβλιοδεσία) πλεκτό επίθεμα στο πάνω και το κάτω μέρος της ράχης των δεμένων βιβλίων
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το τύμπανο (ανέμη) του βαρούλκου πάνω στο οποίο τυλίγεται το σχοινί ή το συρματόσχοινο
- κιονόκρανο
- (οικοδομική) το φουρούσι, στατικό τελείωμα κατακόρυφου στοιχείου
Συγγενικά
επεξεργασία- Κεφαλάρι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηγή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κεφαλάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας