Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νερομάνα οι νερομάνες
      γενική της νερομάνας
    αιτιατική τη νερομάνα τις νερομάνες
     κλητική νερομάνα νερομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερομάνα < νερο- + μάνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νερομάνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία