νερομάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νερομάνα | οι | νερομάνες |
γενική | της | νερομάνας | — | |
αιτιατική | τη | νερομάνα | τις | νερομάνες |
κλητική | νερομάνα | νερομάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανερομάνα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) πηγή με πολύ νερό
- ※ Εκείνη έγνεθε, νοικοκύρευε το σπίτι της και, όταν βράδιαζε, έπαιρνε τη στάμνα της και κατέβαινε, σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού, στη νερομάνα, που από τότε λέγεται «Πηγή της Παρθένας». (Πηνελόπη Δέλτα, Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Β
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νερομάνα