-μάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -μάνα | οι | -μάνες & -μανάδες |
γενική | της | -μάνας | των | — & -μανάδων |
αιτιατική | τη(ν) | -μάνα | τις | -μάνες & -μανάδες |
κλητική | -μάνα | -μάνες & -μανάδες | ||
Κατηγορία όπως «μάνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈma.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μά‐να
Επίθημα
επεξεργασία-μάνα θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία χαρακτηρίζουν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μάνα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -μάνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)