↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μωρομάνα οι μωρομάνες
      γενική της μωρομάνας
    αιτιατική τη μωρομάνα τις μωρομάνες
     κλητική μωρομάνα μωρομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μωρομάνα < μωρό + -μάνα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μωρομάνα θηλυκό

  • (προφορικό, για γυναίκα) που έχει αποκτήσει πρόσφατα παιδί
    ※  Ἡ Λαθιούδαινα ἡ Μαρίγια, τὰ τέσσερα παιδιά της καὶ ἄλλα τρία τῆς κόρης, ποὺ συχνὰ μπερδεύονταν μὲ τὰ δικά της, καὶ δὲν τὰ ξεχώριζαν καὶ πολὺ οἱ δυὸ μωρομάνες. Τὰ μεταλλάζονταν κιόλας στὸ βυζί. Ἦταν ὅμως μαζί τους ἡ θειὰ Περμαχούλα, ἡ πεθερὰ τοῦ Λαθιοῦ, μιὰ γριὰ ἀδύνατη, πετσὶ καὶ κόκαλο, ἀμέτρητω χρονῶ σκαρί, ὡστόσο γερὴ καὶ σερπετὴ σὰν κοπέλα.
    Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η γοργόνα, εκδόσεις: Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου, Αθήνα 1955, ISBN 9789600501797, (αρχική έκδοση: 1948) @google.gr/books
    ※  Την Έλλη δεν την εκτέλεσαν τελικά. Ο λόγος ήταν το μωρό της, θα έκανε κακή εντύπωση στην κοινή γνώμη να σκοτώσουν μια μωρομάνα.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μωρομάναΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)