Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιγνιόχαρτο τα παιγνιόχαρτα
      γενική του παιγνιοχάρτου
παιγνιόχαρτου
των παιγνιοχάρτων
    αιτιατική το παιγνιόχαρτο τα παιγνιόχαρτα
     κλητική παιγνιόχαρτο παιγνιόχαρτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιγνιόχαρτο < (καθαρεύουσα) παιγνιόχαρτον < παίγνι(ον) + χαρτ(ίον) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική carte à jouer ή γερμανική Spielkarte [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιγνιόχαρτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία