Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
τα τέσσερα τριάρια μιας τράπουλας
 
το τριάρι μιας ομάδας βόλεϊ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριάρι τα τριάρια
      γενική του τριαριού των τριαριών
    αιτιατική το τριάρι τα τριάρια
     κλητική τριάρι τριάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριάρι < τρί(α) + -άρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριάρι ουδέτερο

  1. το ψηφίο τρία
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από τρία ομοειδή αντικείμενα
    • διαμέρισμα με τρία κύρια δωμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 3
  4. (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται αριστερός αμυντικός στην σύνθεση
  5. (αθλητισμός) παίκτης που αγωνίζεται με τον αριθμό 3 σε μια ομάδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία