Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεμαστάρι τα κρεμαστάρια
      γενική του κρεμασταριού των κρεμασταριών
    αιτιατική το κρεμαστάρι τα κρεμαστάρια
     κλητική κρεμαστάρι κρεμαστάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμαστάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεμαστάριον (καντηλέρι) < κρεμαστός + -άριον (> -άρι)
 
Κρεμαστάρι τοίχου.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾe.maˈsta.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐μα‐στά‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεμαστάρι ουδέτερο

  1. η κρεμάστρα
  2. (ειδικότερα, παρωχημένο) φρούτο κρεμασμένο για να ωριμάσει ή για να συντηρηθεί
  3. (γενικότερα) σχεδόν οποιοδήποτε αντικείμενο χρησιμοποιείται για να κρεμάσουμε κάτι
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) όταν αναφερόμαστε σε πεσμένο γυναικείο στήθος

Παράγωγα επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία