οκτώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
οκτώ ή οχτώ
- το απόλυτο αριθμητικό (8) που ακολουθεί το επτά και προηγείται του εννιά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οκτώ ουδέτερο άκλιτο, ή οχτώ ή οχτάρι
Επεξεργασία
αριθμητικά | |
απόλυτο: | οκτώ |
ψηφίο: | οκτάρι |
τακτικό: | όγδοος |
πολλαπλασιαστικό: | οκταπλός |
αναλογικό: | οκταπλάσιος |
περιληπτικό: | οκτάδα, οκταριά |
επίρρημα: | οκτάκις |
πρόθημα: | οκτα- |
χρονικά | |
λεπτά: | οκτάλεπτο |
ώρες: | οκτάωρο |
ημέρες: | οκταήμερο |
μήνες: | οκτάμηνο |
έτη: | οκταετία |
διάρκεια: | οκταετής, οκταετές - οκτάχρονος, οκτάχρονη, οκτάχρονο |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οκτώ
→ δείτε τη λέξη οχτώ |