οκταετής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οκταετής | η | οκταετής | το | οκταετές |
γενική | του | οκταετούς* | της | οκταετούς | του | οκταετούς |
αιτιατική | τον | οκταετή | την | οκταετή | το | οκταετές |
κλητική | οκταετή(ς) | οκταετής | οκταετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οκταετείς | οι | οκταετείς | τα | οκταετή |
γενική | των | οκταετών | των | οκταετών | των | οκταετών |
αιτιατική | τους | οκταετείς | τις | οκταετείς | τα | οκταετή |
κλητική | οκταετείς | οκταετείς | οκταετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκταετής < αρχαία ελληνική ὀκταέτης / οκτα- + -ετής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
οκταετής, -ής, -ές
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκταετής
|