μονοετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μονοετής | η | μονοετής | το | μονοετές |
γενική | του | μονοετούς* | της | μονοετούς | του | μονοετούς |
αιτιατική | τον | μονοετή | τη | μονοετή | το | μονοετές |
κλητική | μονοετή(ς) | μονοετής | μονοετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μονοετείς | οι | μονοετείς | τα | μονοετή |
γενική | των | μονοετών | των | μονοετών | των | μονοετών |
αιτιατική | τους | μονοετείς | τις | μονοετείς | τα | μονοετή |
κλητική | μονοετείς | μονοετείς | μονοετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονοετής, -ής, -ές
- που διαρκεί για ένα έτος
- μονοετής θητεία
- που ζει για ένα έτος
- το καλαμπόκι είναι μονοετές φυτό
- που η ηλικία του είναι ενός έτους
Συγγενικά
επεξεργασίαμονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής