πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοετής η μονοετής το μονοετές
      γενική του μονοετούς* της μονοετούς του μονοετούς
    αιτιατική τον μονοετή τη μονοετή το μονοετές
     κλητική μονοετή(ς) μονοετής μονοετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοετείς οι μονοετείς τα μονοετή
      γενική των μονοετών των μονοετών των μονοετών
    αιτιατική τους μονοετείς τις μονοετείς τα μονοετή
     κλητική μονοετείς μονοετείς μονοετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοετής < μονο- + -ετής

μονοετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί για ένα έτος
    μονοετής θητεία
  2. που ζει για ένα έτος
    το καλαμπόκι είναι μονοετές φυτό
  3. που η ηλικία του είναι ενός έτους

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία