Επίθετο

επεξεργασία

annual (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ετήσιος, που γίνεται μια φορά κάθε χρόνια
    ⮡  Can I have someone represent me in the annual meeting?
    Μπορώ ν' αντιπροσωπευτώ στην ετήσια συνευλέση;
  2. μονοετής, ετήσιος, που διαρκεί ένα χρόνο
    ⮡  an annual contract - συμβόλαιο μονοετούς διάρκειας
    ⮡  an annual salary - ετήσιος μισθός
    ⮡  the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
    ⮡  the average annual temperature - η μέση ετήσια θερμοκρασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
annual annuals

annual (en)