Ετυμολογία

επεξεργασία
annually < annual + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

annually (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ετησίως
    His income amounts to ten million annually.
    Το εισόδημά του ετησίως ανέρχεται στα δέκα εκατομμύρια.