διετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διετής | η | διετής | το | διετές |
γενική | του | διετούς* | της | διετούς | του | διετούς |
αιτιατική | τον | διετή | τη | διετή | το | διετές |
κλητική | διετή(ς) | διετής | διετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διετείς | οι | διετείς | τα | διετή |
γενική | των | διετών | των | διετών | των | διετών |
αιτιατική | τους | διετείς | τις | διετείς | τα | διετή |
κλητική | διετείς | διετείς | διετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διετής < αρχαία ελληνική διετής, μορφολογικά αναλύεται δι- + -ετής
Επίθετο
επεξεργασίαδιετής, -ής, -ές
- που διαρκεί δύο χρόνια
- που έχει ηλικία δύο χρόνων, δίχρονος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιετής