↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαετής η δεκαετής το δεκαετές
      γενική του δεκαετούς* της δεκαετούς του δεκαετούς
    αιτιατική τον δεκαετή τη δεκαετή το δεκαετές
     κλητική δεκαετή(ς) δεκαετής δεκαετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαετείς οι δεκαετείς τα δεκαετή
      γενική των δεκαετών των δεκαετών των δεκαετών
    αιτιατική τους δεκαετείς τις δεκαετείς τα δεκαετή
     κλητική δεκαετείς δεκαετείς δεκαετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαετής < δέκα + -ετής

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκαετής

  1. που έχει ηλικία δέκα ετών
  2. που έχει διάρκεια δέκα ετών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / εννενηκονταετής εκατονταετής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία