Δείτε επίσης: εἰκοσαετής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικοσαετής η εικοσαετής το εικοσαετές
      γενική του εικοσαετούς* της εικοσαετούς του εικοσαετούς
    αιτιατική τον εικοσαετή την εικοσαετή το εικοσαετές
     κλητική εικοσαετή(ς) εικοσαετής εικοσαετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικοσαετείς οι εικοσαετείς τα εικοσαετή
      γενική των εικοσαετών των εικοσαετών των εικοσαετών
    αιτιατική τους εικοσαετείς τις εικοσαετείς τα εικοσαετή
     κλητική εικοσαετείς εικοσαετείς εικοσαετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εικοσαετής < αρχαία ελληνική εἰκοσαετής. Συγχρονικά αναλύεται σε εικοσα- + -ετής