Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξηκονταετής η εξηκονταετής το εξηκονταετές
      γενική του εξηκονταετούς* της εξηκονταετούς του εξηκονταετούς
    αιτιατική τον εξηκονταετή την εξηκονταετή το εξηκονταετές
     κλητική εξηκονταετή(ς) εξηκονταετής εξηκονταετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξηκονταετείς οι εξηκονταετείς τα εξηκονταετή
      γενική των εξηκονταετών των εξηκονταετών των εξηκονταετών
    αιτιατική τους εξηκονταετείς τις εξηκονταετείς τα εξηκονταετή
     κλητική εξηκονταετείς εξηκονταετείς εξηκονταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξηκονταετής < εξήκοντα + -ετής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

εξηκονταετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί εξήντα έτη, εξήντα χρόνια
  2. που έχει ηλικία εξήντα ετών

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / εννενηκονταετής εκατονταετής

  Μεταφράσεις επεξεργασία