πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξηκονταετής η εξηκονταετής το εξηκονταετές
      γενική του εξηκονταετούς* της εξηκονταετούς του εξηκονταετούς
    αιτιατική τον εξηκονταετή την εξηκονταετή το εξηκονταετές
     κλητική εξηκονταετή(ς) εξηκονταετής εξηκονταετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξηκονταετείς οι εξηκονταετείς τα εξηκονταετή
      γενική των εξηκονταετών των εξηκονταετών των εξηκονταετών
    αιτιατική τους εξηκονταετείς τις εξηκονταετείς τα εξηκονταετή
     κλητική εξηκονταετείς εξηκονταετείς εξηκονταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξηκονταετής < εξήκοντα + -ετής  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;