εξηκοντούτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξηκοντούτης < αρχαία ελληνική ἑξηκοντούτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξηκοντούτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξηκοντούτης