sexagénaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sexagénaire | sexagénaires |
sexagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει ηλικία από εξήντα έως και εξήντα εννιά ετών, εξηκοντούτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sexagénaire | sexagénaires |
sexagénaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει ηλικία από εξήντα έως και εξήντα εννιά ετών, εξηκοντούτης