Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεσσαρακοντούτης οι τεσσαρακοντούτηδες
      γενική του τεσσαρακοντούτη των τεσσαρακοντούτηδων
    αιτιατική τον τεσσαρακοντούτη τους τεσσαρακοντούτηδες
     κλητική τεσσαρακοντούτη τεσσαρακοντούτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεσσαρακοντούτης < αρχαία ελληνική τεσσαρακοντούτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεσσαρακοντούτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

τριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία