πεντηκοντούτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντηκοντούτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντηκοντούτης (επίθετο) < πεντήκοντα + -έτης (έτος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεντηκοντούτης αρσενικό (θηλυκό πεντηκοντούτις)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίατριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντηκοντούτης
|
Πηγές
επεξεργασία- πεντηκοντούτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντηκοντούτης < συνηρημένος τύπος του άχρηστου[1] *πεντηκοντοέτης < πεντηκονταέτης < < πεντήκοντα + -έτης (έτος)
Επίθετο
επεξεργασίαπεντηκοντούτης, -ης, -ες
- πενηντάχρονος, που διαρκεί πενήντα χρόνια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 27
- ἐπειδὴ γὰρ αἱ πεντηκοντούτεις σπονδαὶ ἐγένοντο καὶ ὕστερον ἡ ξυμμαχία, καὶ αἱ ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου πρεσβεῖαι, αἵπερ παρεκλήθησαν ἐς αὐτά, ἀνεχώρουν ἐκ τῆς Λακεδαίμονος.
Παράγωγα
επεξεργασία- πεντηκοντοῦτις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πεντηκοντούτης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- πεντηκοντούτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.