πενήντα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πενήντα < αμάρτυρος τύπος πενήκοντα < αρχαίο ελληνικό πεντήκοντα
- πενήντα < αμάρτυρος τύπος πεντήντα < αρχαίο ελληνικό πεντήκοντα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɛ.ˈnin.da/
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
πενήντα άκλιτο και πεντήκοντα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- πενήντα-πενήντα, πενήντα τοις εκάτο: όταν οι πιθανότητες για τις δύο διαφορετικές εκβάσεις ενός γεγονότος είναι μοιρασμένες ακριβώς στη μέση
- ο αγώνας είναι πενήντα-πενήντα
- δεν πρόλαβα ούτε το φώς να ανάψω στην τουαλέτα. Με πήγε το πενήντα!
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πενήντα