πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενηντάλεπτο τα πενηντάλεπτα
      γενική του πενηντάλεπτου
& πενηνταλέπτου
των πενηντάλεπτων
& πενηνταλέπτων
    αιτιατική το πενηντάλεπτο τα πενηντάλεπτα
     κλητική πενηντάλεπτο πενηντάλεπτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ninˈda.le.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πενηντάλεπτο

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Πενηντάλεπτο (50 λεπτά του ευρώ).

πενηντάλεπτο ουδέτερο

  1. χρονική διάρκεια πενήντα λεπτών
  2. (νόμισμα) κέρμα αξίας πενήντα λεπτών
     συνώνυμα: πενηνταράκι

Μεταφράσεις

επεξεργασία