πενηντάλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ninˈda.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐νη‐ντά‐λε‐πτος
Επίθετο
επεξεργασία
πενηντάλεπτος, -η, -ο
- που έχει χρονική διάρκεια πενήντα λεπτών
- ⮡ πενηντάλεπτη διάλεξη
- που έχει χρηματική αξία πενήντα λεπτών (σεντ)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πενηντάλεπτος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πενηντάλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας