ώρες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ώρες < αρχαία ελληνική αἱ Ὧραι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαώρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (μυθολ.) με κεφαλαίο (δείτε Ώρες)
- με πεζό οι εποχές στην αρχαιότητα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαώρες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ώρα