Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενηντάδραχμο τα πενηντάδραχμα
      γενική του πενηντάδραχμου των πενηντάδραχμων
    αιτιατική το πενηντάδραχμο τα πενηντάδραχμα
     κλητική πενηντάδραχμο πενηντάδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενηντάδραχμο < πενήντα + -δραχμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενηντάδραχμο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία