Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενηντάρικο τα πενηντάρικα
      γενική του πενηντάρικου των πενηντάρικων
    αιτιατική το πενηντάρικο τα πενηντάρικα
     κλητική πενηντάρικο πενηντάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενηντάρικο < πενηντάρ(ι) + -ικο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ninˈda.ɾi.ko/ & /pe.inˈda.ɾi.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐νη‐ντά‐ρι‐κο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενηντάρικο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη πενήντα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία