κατοστάρικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατοστάρικο < κατοστάρ(ι) + -ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατοστάρικο ουδέτερο
- (νόμισμα) άλλη μορφή του εκατοστάρικο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατοστάρικο
|