Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιλιάρικο τα χιλιάρικα
      γενική του χιλιάρικου των χιλιάρικων
    αιτιατική το χιλιάρικο τα χιλιάρικα
     κλητική χιλιάρικο χιλιάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλιάρικο < χίλια + -άρικο
 
Χιλιάρικο έκδοσης του 1901, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
 
Χιλιάρικο έκδοσης του 1978, από την Τράπεζα της Ελλάδος (ένα από αυτά που είχαν την επονομασία καφετί).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιλιάρικο ουδέτερο

  1. (νόμισμα) το χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών
     συνώνυμα: χιλιόδραχμο, (αργκό) χήνα, καφετί (για τα σχετικά πιο πρόσφατα ελληνικά τραπεζογραμμάτια)
  2. ποσό ίσο με 1.000 μονάδες ενός νομίσματος
    έδωσα 20 χιλιάρικα (εννοείται: 20.000) γι' αυτό το σαράβαλο! Τι κοροϊδία!

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία