τραπεζογραμμάτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραπεζογραμμάτιο ουδέτερο
- γραμμάτιο που εκδίδει η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας για να χρησιμοποιείται στις οικονομικές συναλλαγές, το οποίο έχει αντίκρυσμα ή κάλυμμα στα αποθεματικά τής τράπεζας σε πολύτιμους λίθους· με την αναγκαστική κυκλοφορία και τη μη μετατρεψιμότητα των τραπεζογραματίων σε χρυσό ή οτιδήποτε άλλο αντιπροσωπεύουν, εξομοιώνονται με χαρτονομίσματα
- η αναγκαστική κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων εν Ελλάδι ισχύει από το 1932 ως σήμερα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1005, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου