Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζογραμμάτιο τα τραπεζογραμμάτια
      γενική του τραπεζογραμματίου
τραπεζογραμμάτιου
των τραπεζογραμματίων
    αιτιατική το τραπεζογραμμάτιο τα τραπεζογραμμάτια
     κλητική τραπεζογραμμάτιο τραπεζογραμμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραπεζογραμμάτιο (μαρτυρείται από το 1865)[1] < τράπεζα + γραμμάτιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραπεζογραμμάτιο ουδέτερο

  • γραμμάτιο που εκδίδει η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας για να χρησιμοποιείται στις οικονομικές συναλλαγές, το οποίο έχει αντίκρυσμα ή κάλυμμα στα αποθεματικά τής τράπεζας σε πολύτιμους λίθους· με την αναγκαστική κυκλοφορία και τη μη μετατρεψιμότητα των τραπεζογραματίων σε χρυσό ή οτιδήποτε άλλο αντιπροσωπεύουν, εξομοιώνονται με χαρτονομίσματα
    η αναγκαστική κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων εν Ελλάδι ισχύει από το 1932 ως σήμερα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1005, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου