banknote
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
banknote | banknotes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbanknote (en)
- (οικονομία) το χαρτονόμισμα
- ↪ They will withdraw the banknotes from circulation.
- Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
- ↪ They will withdraw the banknotes from circulation.