Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bank banks

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bank (en)

  1. (οικονομία) η τράπεζα
  2. (γεωλογία)
    1. η όχθη
    2. (συνεκδοχικά) το ανάχωμα

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας bank
γ΄ ενικό ενεστώτα banks
αόριστος banked
παθητική μετοχή banked
ενεργητική μετοχή banking

bank (en)

  1. καταθέτω (σε μία τράπεζα)
  2. γέρνω (όπως ένα αεροσκάφος)

  Πηγές επεξεργασία



Δανικά (da) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bank (da)



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bank (nl) κοινό



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bank (pl) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία