Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bank banks

bank (en)

  1. (οικονομία) η τράπεζα
    ⮡  In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
    Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.
  2. (γεωλογία)
    1. η όχθη
    2. (συνεκδοχικά) το ανάχωμα
ενεστώτας bank
γ΄ ενικό ενεστώτα banks
αόριστος banked
παθητική μετοχή banked
ενεργητική μετοχή banking

bank (en)

  1. καταθέτω (σε μία τράπεζα)
  2. γέρνω (όπως ένα αεροσκάφος)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bank (da)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bank (nl) κοινό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bank (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία