bank
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bank (en)
- η τράπεζα
Δανικά (da)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bank (da)
- η τράπεζα
Ολλανδικά (nl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bank (nl) κοινό
- η τράπεζα
- ze werkt bij de bank - δουλεύει στην τράπεζα
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bank (pl) αρσενικό