bank
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | bank |
γ΄ ενικό ενεστώτα | banks |
αόριστος | banked |
παθητική μετοχή | banked |
ενεργητική μετοχή | banking |
bank (en)
- καταθέτω (σε μία τράπεζα)
- γέρνω (όπως ένα αεροσκάφος)
Πηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Νορβηγικά (no)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουγγρικά (hu)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bank (pl) αρσενικό