bank
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bank | banks |
bank (en)
- (οικονομία) η τράπεζα
- ↪ In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
- Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.
- ↪ In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
- (γεωλογία)
- η όχθη
- (συνεκδοχικά) το ανάχωμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bank |
γ΄ ενικό ενεστώτα | banks |
αόριστος | banked |
παθητική μετοχή | banked |
ενεργητική μετοχή | banking |
bank (en)
- καταθέτω (σε μία τράπεζα)
- γέρνω (όπως ένα αεροσκάφος)
Πηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbank (da)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbank (nl) κοινό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbank (pl) αρσενικό